- αντένδειξη
- (ilaç) salonca, mahsur
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αντένδειξη — η (Α ἀντένδειξις) ένδειξη για το αντίθετο, ένδειξη η οποία αντιτίθεται σε άλλη ένδειξη μσν. αλλαγή ένδειξης ή ονομασίας … Dictionary of Greek
νιτρώδη — Φάρμακα με κύρια ένδειξη χορηγήσεώς τους τη στηθάγχη. Προκαλούν χάλαση των μυϊκών ινών που περιβάλλουν τα αγγεία, επιφέροντας έτσι διαστολή των στεφανιαίων και βελτιώνοντας τη ροή του αίματος. Σχετική αντένδειξη αποτελούν το γλαύκωμα, οι… … Dictionary of Greek